μεταχωρώ

μεταχωρώ
μεταχωρῶ, -έω (Α)
1. μεταβαίνω σε άλλο μέρος, μετακινούμαι, αναχωρώ
2. αποσύρομαι, απέρχομαι από συνεδρία ή συγκέντρωση
3. (για το έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα) μεταβάλλω θέση
4. (για αποδημητικά πτηνά) αποδημώ, μεταναστεύω
5. (για πρόσωπα) προσχωρώ σε άλλη πολιτική παράταξη
6. μεταβάλλομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + χωρῶ (< χῶρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταχωρῶ — μεταχωρέω go to another place pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεταχωρέω go to another place pres ind act 1st sg (attic epic doric) μεταχωρέω go to another place pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεταχωρέω go to another place pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμεταχώρητος — ἀμεταχώρητος, η, ο (Α) [μεταχωρῶ] αυτός που δεν μετακινήθηκε, δεν μετατοπίστηκε ή αυτός που δεν είναι δυνατό να τόν μετατοπίσει κάποιος ή να μετατοπιστεί ο ίδιος …   Dictionary of Greek

  • μεταχώρησις — μεταχώρησις, ἡ (ΑΜ) [μεταχωρώ] μσν. αλλαγή, μεταλλαγή, διαφοροποίηση αρχ. 1. αναχώρηση 2. αλλαγή κατεύθυνσης, μεταβολή …   Dictionary of Greek

  • συμμεταχωρώ — έω, Α αλλάζω θέση μαζί με κάτι ή με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταχωρῶ «μεταβαίνω, μετατοπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”